iludido - ορισμός. Τι είναι το iludido
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι iludido - ορισμός


iludido      
adj (part de iludir) Enganado, frustrado, logrado
Sin: iluso.
iludir      
v. (-1576 DNLeO fº 44v)
1 t.d.int. e pron. causar ilusão em ou cair em ilusão; enganar(-se)
i. os sentidos embora fosse uma jóia falsa, conseguia i. preferia i.-se a aceitar a realidade
2 t.d. e pron. causar frustração a (alguém ou si mesmo); baldar
a moça iludiu sua boa-fé iludiu-se com as promessas do rapaz
3 t.d. deixar de cumprir ou de executar, utilizando truques, subterfúgios; engabelar
i. as leis, as normas, as determinações
4 t.d. tornar mais suportável ou mais brando; contentar(-se), mitigar(-se)
ele tentava i. o calor tomando muitos refrigerantes
-etim lat. illudo,is,si,sum,dère 'divertir-se, recrear-se, jogar com, brincar em; zombar, escarnecer, insultar; prejudicar, arruinar; bordar, recamar', do lat. in + ludère 'jogar, recrear-se, zombar'; ver lud(i)- ; f.hist. 1576 illudir -sin/var deludir; ver tb. sinonímia de enganar -ant desiludir; ver sinonímia de desenganar -par eludir(todos os tempos do v.)
iludível      
adj (iludir+vel)
1 Que se pode iludir.
2 Que pode ser induzido num erro.
3 Em que pode haver ilusão.